καταδέρω

καταδέρω
καταδέρω (Α)
1. αφαιρώ δέρμα, γδέρνω
2. παθ. καταδέρομαι
υπόκειμαι σε εκβιασμό, εκβιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δέρω «γδέρνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • κακομυριοκατάδαρτος — κακομυριοκατάδαρτος, η, ο(ν) (Μ) καταδαρμένος, πολυχτυπημένος από μύρια κακά, συφοριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + *μυριοκατάδαρτος < μύριος + καταδέρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”